“ΕΠΙΘΥΜΙΑ” ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Εις ένα δάσος ήθελα
μια νυκτιά να ήμην
μακράν από την φήμην
και όλους τους θνητούς.
να ειν’ εις το πλευρόν μου
η Σικελία μόνη,
ευθύς όλοι οι πόνοι
ήθελον φύγει ευθύς.
Πλησίον στο ψιθύρισμα
των δροσερών υδάτων
και αργυρών ναμάτων
να είμαι με αυτήν.
Άλλοι να μη μας βλέπωσι
παρ’ αι ποτάμιαι χήνες,
του ήλιου οι ακτίνες
κι ο καθαρός αήρ.
Άλλοι να μην ακούωσι
ειμί αι αηδόνες
κι αι φίλαι χελιδόνες
τους τόσους ασπασμούς.
Αίτινες τα χαράγματα,
άμα η νύκτα φύγει
κι οι αστέρες οτ’ ολίγοι
είναι στον ουρανό,
πέμπουν προς τον Πανάγαθον
ύμνους ευχαριστίας,
μ’ απλότητα καρδίας
κι αθώο λογισμόν.
Να ίστανται τριγύρω μας,
ως τόσοι δορυφόροι,
φοίνικες καρποφόροι
και δάφναι χλεοραί.
Το φως μας να ειν’ η Άρτεμις,
η χλόη στόματά μας,
ότε τα στόματά μας
θ’ ασπάζονται γλυκά.
Επί ημών να ίσταται
αειθαλής η πίτυς,
ότε της Αφροδίτης
βαστάζει τα πτηνά,
οπότε αμφοτέρωθεν
κρεμούν τας πτέρυγάς των,
υφ’ ων τας κεφαλάς των
κοιμώμενα κρατούν.
Κι αν εξυπνήσουν κάποτε
ασπάζονται ευθέως
κι ενώνουσι ηδέως
αθώας τας ψυχάς.
Ταύτα, ναι, να υφίστανται
ημών των δύο νέων
και μετά των ωραίων
και απαλών πτερών,
να ρίπτωσι επάνω μας,
ότε παίζουν ηδέως
κι ασπάζονται γλυκέως
σημεία αθώας χαράς.