Τάδε έφη,  Τέχνες

“Ο ΦΙΛΟΜΑΘΗΣ ΦΤΩΧΟΣ” ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ

Αλλοίμονο! Είμαι φτωχό
σ’ αυτού του κόσμου τον τροχό!
είμαι ορφανό και ξένο!…
Κι αγράμματο θα μένω!

Του κάκου λεν – Υπομονή.
πολλοί σαν σένα ορφανοί
και δύστυχοι και ξένοι,
δεν έμειναν θαμμένοι.

Του κάκου, γιατί κείνοι’κει
ήσαν της Τύχης εδικοί,
μα ‘μένα το καϋμένο…
μ’ έχει λησμονημένο!

Και να. Ορφάνεψα μικρό
και της ξενούρας το πικρό
με τράνεψεν αγιέρι
και του Θεού το χέρι.

Αγάπησαν άλλοι φλουριά,
άλλοι να τρέχουν με βεριά
και μ’ αψηλά καπέλα
χωρίς δουλειά. Τι τρέλα!

Της Αφροδίτης το παιδί
οι άλλοι, κι άλλοι οπαδοί
του Βάκχου να πεθάνουν
κι άλλοι άλλα να κάνουν.

Αγάπησε και τ’ ορφανό,
Θεέ μου, τι πολύ πονώ,
τα γράμματα να μάθει
χίλια κακά κι αν πάθει.

Μ’ ‘απληστο στόμα αρχινά
τα νάματα τα φωτεινά
του Παρνασσού να πίνει
με τόση ευφροσύνη!

Αν φταίγω τ’ άκακο εγώ
φωτιά να πέσει να καγώ
θαρρούσα πως χορταίνει
εκείνος που μαθαίνει.

Δεν ήξερα πως τ’ αργυρό
της Κασταλίας μας νερό,
σα μια φορά το πιούμε
αιώνια το διψούμε!

Τώρα η ψυχή μου λαχταρά,
μα δε βαστώ ούτε παρά
να πάγω ‘κει που τρέχει
την γλώσσα μου να βρέχει!…

Με είπαν πως εδώ πολλοί
σα ιδούν εν άτυχο πουλί
που αγαπά τα φώτα
δεν <<το γυρνούν τα νώτα>>.

Ε, να λοιπόν! Στο αψηλό
κατωφλοιό σας κι εγώ, δειλό
εκάθησα πουλάκι
μ’ αυτό το τραγουδάκι.

Ω ‘σεις, του γένους οι τρανοί,
η Τύχη όλα τα φθονεί
και τίποτε δεν μένει
πιστό στην οικουμένη.

Δεν σας ζητώ ούτε ψωμί,
ούτ’ ένα ρούχο στο κορμί.
Διψώ! Διψώ τη θεία
αληθινή Παιδεία!

Σεις ψάλλετε σ’ όλη τη γη.
– Ανάφτουμε οι αρχηγοί,
εις τη γριά Ελλάδα,
της προκοπής τη δάδα.

Και ‘σεις, ω Αχαϊών παιδιά,
του Ελικώνος την ποδιά
εις το εξής αφήτε
και στην κορφή αναβήτε!

Και ‘γω να μείνω τ’ ορφανό;
μαρτύρομαι τον ουρανό!
Είμαι παιδί Ελλήνων!
Είμαι βλαστάρι ‘κείνων!

Σ’ αυτού του κόσμου τον τροχό
ναι, εγεννήθηκα φτωχό.
Μα Έλλην υπομένει
απαίδευτος να μένει;….

Ω ‘σεις, του γένους οι τρανοί,
η Τύχη όλα τα φθονεί
και τίποτε δεν μένει
εδώ στην οικουμένη.

Αφήσετε την απονιά.
Βαστούν τον δίσκο μου ‘πό μια
αι Μούσαι, κι απ’ την άλλη
ο Λυτρωτής και ψάλλει!

Είναι δικό μου τ’ ορφανό,
και πάνου ‘κει στον ουρανό,
δεν θα μετανοήσει
όποιος το βοηθήσει.

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Το σκίτσο της κεντρικής εικόνας, είναι της Κατερίνας Μπιλιούρη!


Αρετή Νασιάκου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *