“ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ” ΔΙΗΓΗΜΑ
Κυριακή πρωί και ο Αλέξανδρος σηκώθηκε πιο αργά απ’ ό, τι τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Περπάτησε ως την πόρτα του υπνοδωματίου, την άνοιξε και ευθύς αμέσως τα ρουθούνια του πλημμύρισαν από την μυρωδιά του κυριακάτικου πρωινού που ετοίμασε η σύζυγός του.
Την καλημέρισε, την φίλησε φέρνοντάς την στην αγκαλιά του. Πόση ηρεμία του πρόσφερε ετούτη η αγκαλιά!! Δέκα χρόνια έγγαμου βίου, δύο παιδιά και παρόλες τις δυσκολίες της ζωής και της καθημερινότητας, δεν θα άλλαζε με τίποτα την οικογένειά του.
Τα παιδιά δεν είχαν ξυπνήσει ακόμη, έτσι το ζευγάρι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να απολαύσει ήσυχα το πρωινό του. Η Ισμήνη τον κοιτούσε με το καθάριο, γοητευτικό βλέμμα που ανέκαθεν τον αιχμαλώτιζε.
– ¨Θέλεις να μου πεις κάτι;¨ Την ρώτησε, γνωρίζοντας ήδη την απάντηση.
-¨Πάει 10:00 η ώρα! Δεν θα πας;¨ Αποκρίθηκε εκείνη.
-¨Σήμερα θέλω να τελειώσουμε με τις δουλειές και να πάμε με τα παιδιά μια βόλτα. Να σας χαρώ, που θα είμαι όλη μέρα εδώ.¨
-¨Ο καιρός δεν θα μας αφήσει να πάμε βόλτα, έξω έχει συννεφιά και ήδη ψιχαλίζει. Τις περισσότερες δουλειές τις έκανα νωρίτερα, σηκώθηκα χαράματα με τρομερή ενέργεια.¨ Του απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Την κοίταξε με θαυμασμό για την τόση αντοχή και την αστείρευτη ενέργεια που είχε.
-¨Θα κάνουμε μαζί τις υπόλοιπες…¨ Εκείνη δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
-¨Αλέξανδρέ μου, μία φορά την εβδομάδα κάνεις κάτι για σένα. Έχεις ήδη αρκετό καιρό να πας. Ξέρω πόσο σου αρέσει και πόσο καλό σου κάνει. Το νιώθω στην αύρα σου όταν γυρνάς, είσαι πιο πλήρης, πιο χαλαρός και πιο χαρούμενος. Κουράζεσαι πολύ καθημερινά, μην σκας για τις δουλειές, εγώ έχω πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο από σένα κι άλλωστε θα με βοηθήσουν και τα παιδιά μόλις ξυπνήσουν.¨ Είχε τον τρόπο να τον πείθει εύκολα.
-¨Είμαι ευγνώμων που σε έχω στην ζωή μου!¨ Της είπε καθώς έκλεινε τα χέρια της στα δικά του.
-¨Πως χτύπησες εδώ;¨ Ρώτησε στην θέα μιας βαθιάς γρατζουνιάς που ξεκινούσε ανάμεσα από τον δείκτη και τον αντίχειρα και έφτανε μέχρι το εσωτερικό της παλάμης.
-¨Στην οικοδομή χθες. Δεν είναι κάτι.¨ Της χαμογέλασε και σηκώθηκε. ¨Θα είμαι εδώ για το μεσημεριανό. Θα διαλέξω ένα μικρό.¨
Έξω συνέχιζε το ψιλόβροχο. Φόρεσε την κουκούλα του μπουφάν του και περπάτησε στο στενό πεζοδρόμιο. Η πόλη ήταν ιδιαίτερα ήσυχη. Στο μισό χιλιόμετρο που περπάτησε, συνάντησε όλα κι όλα τρία άτομα. Οι γάτες βολόδερναν χαλαρές και παιχνιδιάρες και μόνο στον ήχο κάποιου μηχανοκίνητου μαζεύονταν, έως ότου τις προσπεράσει και ξαναβγούν δειλά απ’ τις κρυψώνες τους. Πέρασε μπροστά από τους κάδους απορριμμάτων του δήμου και χτύπησε το κούτελό του καθώς συνειδητοποίησε πως ξέχασε να κατεβάσει τα σκουπίδια του σπιτιού.
Πέρασε μια πολυκατοικία όπου άκουσε την γνώριμη φωνή του φίλου του.
-¨Πρωινός πρωινός μωρέ Αλέκο! Πας για καφέ;¨
-¨Καλημέρα Παύλο! Όχι δεν πηγαίνω για καφέ.¨
-¨Και που αλλού πας Κυριακή πρωί; Για άθληση;¨ Ρώτησε περιπαιχτικά ο Παύλος.
-¨Πες το κι έτσι. ¨Απάντησε εκείνος και συνέχισε, αφού γνώριζε πως ο Παύλος είχε έντονη περιέργεια και κυρίως έντονη διάθεση για δούλεμα.
Σε πέντε λεπτά στεκόταν έξω από ένα μικρό, ψηλό κτήριο με τοίχους στο χρώμα της άμμου, τρία ξύλινα παράθυρα σε λαδί χρώμα, σε ύψος 3 μέτρων από το πεζοδρόμιο και ένα στενό μπαλκόνι που το στόλιζαν δύο μεγάλες γλάστρες πυκνής ανοιχτοπράσινης φτέρης και μία ξύλινη σανίδα στερεωμένη στα κάγκελα, που χρησίμευε σαν τραπεζάκι. Έσπρωξε απαλά την σιδερένια καγκελωτή πόρτα και τότε παρατήρησε το σκίσιμο στο χέρι του. Πόνο δεν ένιωθε, είχε τραυματιστεί τόσες φορές όλα τα χρόνια που δούλευε στις οικοδομές, που είχε συνηθίσει!
Το μόνο που υπήρχε πίσω από την πόρτα ήταν μία σκάλα που ανέβαζε στον μοναδικό όροφο του κτιρίου. Το φως ήταν λιγοστό. Καθώς ανέβαινε, φρόντιζε να πατάει στις μύτες των ποδιών του, για να μην κάνει θόρυβο. Έφτασε στο πλατύσκαλο και για πολλοστή φορά χάζεψε φευγαλέα τα κάδρα που κρέμονταν στον τοίχο. Παλιές φωτογραφίες των ιδρυτών, σημαντικών προσώπων που επισκέφθηκαν το μέρος και κάποιο φύλλο με οδηγίες που παρακαλούνταν να τηρούν όσοι εισέρχονταν στον χώρο.
Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε στην ρεσεψιόν. Μία μεσήλικη, ξανθιά κυρία στέκονταν πίσω από το γραφείο, στραμμένη στην οθόνη ενός υπολογιστή, περασμένης τεχνολογίας.
-¨Καλημέρα Σταματία!¨ Της είπε με χαμόγελο και βροντερή φωνή. Εκείνη αναπήδησε ξαφνιασμένη.
-¨Μπα σε καλό σου βρε Αλέξανδρε, με κοψοχόλιασες. Καλημέρα! Καιρό έχεις να έρθεις. Είσαι καλά;¨
-¨Όλα καλά! Υποχρεώσεις¨ Της είπε, κάπως ανόρεκτα. Και της έδωσε την κάρτα μέλους για το check in.
-¨Έχω μερικές νέες παραλαβές, αλλά και κάποια παλιά που ¨ξέθαψα¨ προ ημερών από την αποθήκη. Χαμένοι θησαυροί.¨ Του είπε κλείνοντας το μάτι.
-¨Για πήγαινέ με στους θησαυρούς σου λοιπόν¨ .
Η γυναίκα σηκώθηκε, πέρασε μπροστά απ’ το γραφείο με μεγάλα, σίγουρα αλλά όλως περιέργως αθόρυβα βήματα και ο Αλέξανδρος την ακολούθησε. Πάντα του έκανε εντύπωση το πόσο απαρατήρητη γινόταν όταν ήθελε η Σταματία. Τα δικά του βαριά βήματα άφηναν κάποιον γδούπο ακόμη και πάνω στην παλιά, χοντρή πράσινη μοκέτα που έντυνε όλον τον χώρο. Πέρασαν τον πρώτο διάδρομο που μία μικρή χειρόγραφη ταμπέλα που κρέμονταν από το ταβάνι, έγραφε: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ -ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ». Πέρασαν και τον δεύτερο διάδρομο με την ταμπέλα: «ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ» και τότε η γυναίκα έστριψε στον τρίτο διάδρομο: «ΠΟΙΗΣΗ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ». Αμέσως μετά υπήρχε ένας ακόμη διάδρομος που οδηγούσε στο μπαλκόνι και η ετικέτα έγραφε: «ΔΙΑΦΟΡΑ». Ο Αλέξανδρος θεωρούσε ότι η ταξινόμηση είχε γίνει βάσει του χώρου και όχι βάσει είδους.
Οι διάδρομοι είχαν μήκος περίπου πέντε μέτρα. Απ΄ άκρη σ΄ άκρη απλώνονταν οι βιβλιοθήκες που άγγιζαν το ταβάνι, λυγισμένες μερικές από το βάρος που κουβαλούσαν για χρόνια. Στο βάθος των τριών πρώτων διαδρόμων υπήρχε από ένα τετράγωνο τραπέζι μπροστά ακριβώς απ’ το παράθυρο, με δύο καρέκλες όμοιες με εκείνες που έχουν στα σχολεία.
Η Σταματία του έδειξε ένα σημείο στην αριστερή βιβλιοθήκη. Κι εκείνος πλησίασε. Τον άφησε μόνο του να επιλέξει με την ησυχία του. Η ματιά του περνούσε βιαστικά στις ράχες των βιβλίων, αναζητώντας τον τίτλο που θα του κινούσε το ενδιαφέρον. Δεν διάβαζε ποτέ το οπισθόφυλλο, δεν ήθελε να έχει την παραμικρή ιδέα για την ιστορία, εμπιστευόταν μόνο τους τίτλους και μέχρι τώρα δεν το είχε μετανιώσει. Το βλέμμα του σταμάτησε στον τίτλο: «ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΑΚΙ» του JOHN STEINBECK. Το πήρε στα χέρια του, το ξεφύλλισε γρήγορα για να ελευθερώσει την μυρωδιά του που τον αναζωογονούσε. Κατευθύνθηκε στο τραπεζάκι, ακούμπησε το θερμός του με τον καφέ που είχε προμηθευτεί από το καφενείο στην γωνία. Άνοιξε στην πρώτη σελίδα.
Έξω ο καιρός είχε αγριέψει, τα σύννεφα είχαν πάρει ένα βαθύ γκρίζο χρώμα, σχεδόν μαύρο και αστραπές φώτιζαν τον ουρανό κάποιες στιγμές. Η βροχή δεν άργησε να ξεκινήσει. Κάποια σπουργίτια πετάχτηκαν από το δέντρο στην απέναντι πλατεία και σκορπίστηκαν για να βρούνε καταφύγιο. Ο ιδανικός καιρός για διάβασμα. Το ρολόι έδειχνε 11:18.
Ο Αλέξανδρος είχε πλέον χαθεί στον κόσμο του βιβλίου. Άλλες εποχές, ξένη χώρα, διαφορετικός τρόπος ζωής, άνθρωποι άγνωστοι που με το πέρας των σελίδων γίνονταν γνωστοί κι ξεδιπλώνονταν πτυχές του χαρακτήρα τους, μερικές από τις οποίες είχε προβλέψει. Πάντοτε έβγαζε και τα δικά του συμπεράσματα για τους ήρωες και τις ζωές τους, ταυτιζόταν μαζί τους, κάποιες φορές νευρίαζε, άλλες πάλι ένιωθε θλίψη για κείνους.
Παιδικές φωνές ακούστηκαν. Η βροχή είχε πια κοπάσει και τα παιδιά ξεχύθηκαν στην πλατεία να παίξουν. Ένα φορτηγό διέσχισε τον δρόμο κάτω από την βιβλιοθήκη και στο πέρασμά του τα ξύλινα παράθυρα έτριξαν. Ακόμη και σιγανοί διάλογοι περαστικών έφταναν μέχρι πάνω, αφού το κτήριο δεν διέθετε ηχομόνωση. Τίποτα από αυτά όμως δεν του απέσπασε την προσοχή, καθώς ήταν απόλυτα δοσμένος στο βιβλίο του.
Γύρισε στην τελευταία σελίδα. Αναρωτήθηκε πότε το τελείωσε. Είχε επιλέξει μικρό βιβλίο, όπως είπε στην Ισμήνη, για να γυρίσει νωρίς για το φαγητό. Η ώρα ήταν 14:45, σε ένα τέταρτο θα έστρωνε το τραπέζι. Αποφάσισε να κάνει ένα τσιγάρο, να κατακαθίσουν μέσα του όσα συνέβησαν στο βιβλίο, να αποχαιρετήσει τους ήρωες στο μυαλό του κι έπειτα να φύγει.
Άπλωσε το χέρι κ έφερε το θερμός στο στόμα να πιει μια γουλιά καφέ, αλλά ήταν άδειο. Ούτε που θυμόταν να πίνει. Το μόνο που μαρτυρούσε ότι είχε πιει τον καφέ του, ήταν η επίγευση που είχε απομείνει στο στόμα και τον ουρανίσκο του. Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι, χάιδεψε ασυναίσθητα την μία φτέρη, άναψε το τσιγάρο και ρούφηξε λίγο καπνό. Πάντοτε τον δυσκόλευε η επιστροφή στην πραγματικότητα. Τράβηξε δεύτερη τζούρα έσβησε το τσιγάρο στο γεμάτο νερό από την βροχή τασάκι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
-¨Πότε θα σε ξαναδούμε Αλέξανδρε;¨ Ρώτησε η Σταματία με χαλαρό τόνο.
-¨ Την επόμενη Κυριακή!¨ Είπε αποφασισμένος και πήγε προς την έξοδο.
2 σχόλια
Lyceus
Εμείς ευχαριστούμε!
Ανυπομονούμε 🙂