Διηγήματα

“ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ” ΔΙΗΓΗΜΑ

Από το μεγάφωνο ακούστηκε μια βαριεστημένη ανδρική φωνή να αναγγέλλει την αναχώρηση του λεωφορείου από Ηγουμενίτσα προς Αθήνα, μαζί με κάποιους ενδιάμεσους σταθμούς. Η κυρία Βασιλική ανέβηκε με δυσκολία τα απότομα, στενά σκαλοπάτια στην πίσω πόρτα του οχήματος και πήρε την θέση που αναγράφονταν στο εισιτήριό της, τακτοποίησε ευλαβικά την χειραποσκευή της και τις τσάντες με τα καλούδια που είχε η ίδια ετοιμάσει από τα ξημερώματα για να είναι φρέσκα. Κοίταξε το σκονισμένο, γεμάτο σημάδια από σταγόνες βροχής παράθυρό της, παρατηρώντας τον κόσμο που επιβιβάζονταν στα υπόλοιπα λεωφορεία, έπειτα εστίασε στο είδωλό της σα να έβλεπε κάποια άλλη κι όχι το πρόσωπό της.

Είχε χρόνια να ταξιδέψει με λεωφορείο! Κοντά 20! Τότε που πήγαινε στην Αθήνα για εξετάσεις με τον άντρα της, όταν οι γιατροί της επαρχίας είχαν δηλώσει ότι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν και όπως φάνηκε κανείς δεν μπορούσε τελικά, ο Θεός τον ήθελε κοντά του. Βιάστηκε να διώξει εκείνες τις θύμησες και το αίσθημα της μοναξιάς που της προκαλούσαν. Τώρα πήγαινε στην Αθήνα για χαρά, για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της και το ταξίδι διαρκεί σχεδόν 7 ώρες. Κι είναι πολλές οι 7 ώρες για να θυμάται τα δυσάρεστα κι ας είναι κι αυτά κομμάτι της ζωής της.

Δύο κόρες είχε και ζούσαν και οι δύο στην πρωτεύουσα. Το μόνο που την παρηγορούσε όταν έφυγαν πριν 35 χρόνια για σπουδές ήταν πως είχαν η μία την άλλη και τώρα πια είχε η καθεμία την δική της οικογένεια! Τρία χρόνια είχαν να ανταμώσουν με τούτα και με κείνα! Έχουν και πολλές δουλειές εκεί στην μεγαλούπολη, που να προλάβουν να λείψουν λίγες μέρες για να ανέβουν στο χωριό; Και τι να κάνουν και τα παιδιά στο χωριό; Τα δύο έφηβα έπλητταν όταν πήγαιναν κι έκαναν παράπονα στην γιαγιά τους που δεν είχε ίντερνετ. “Που ξέρω ‘γω η καψερή από δαύτα μωρέ μάτια μου;” τους έλεγε με καημό. Τα τρία μικρότερα τα ξεγελούσαν με διάφορα παιχνίδια, αλλά τώρα που ξεπετάχτηκαν λίγο κι αυτά, θα θέλουν τα ίδια με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια τους.

Το λεωφορείο ξεκίνησε κι εκείνη έκανε τον σταυρό της. Ανέκαθεν είχε μια φοβία με τα αυτοκίνητα, ιδίως σε μεγάλα ταξίδια. Θυμόταν τους δρόμους που υπήρχαν τότε, που σαν κοριτσάκι έμπαινε στο πούλμαν με την μάνα της για να πάνε στο μεγαλύτερο χωριό που γινόταν το παζάρι. Παλιόδρομοι, στενοί, όλο χαλίκια και σε πολλά σημεία περνούσαν στις παρυφές των γκρεμών που τρόμαζε να τους κοιτάει. Άμα δε συναντιούνταν δύο αμάξια σε κάποια στροφή ή κάποιο στένεμα του δρόμου, πάλευαν οι οδηγοί για ώρα να ξεμπερδέψουν κι η καρδιά της χτυπούσε από την αγωνία μην γίνει ατύχημα σαν κάποια που είχε ακούσει. Άσε η αποπνικτική ατμόσφαιρα με την πολυκοσμία! Ούτε αργότερα όμως είχε δικό της αμάξι, ούτε ο άντρας της. Μ’ ένα μουλάρι έβγαζαν εις πέρας τις δουλειές τους στο χωριό και στα διπλανά, έως ότου αρρώστησε ο άντρας της κι αναγκάστηκαν να το πουλήσουν κι αυτό. Κι όποτε έπρεπε να πάνε κάπου πιο μακριά, είχαν συγχωριανούς που τους μετέφεραν με τα δικά τους οχήματα.

Της έκαναν εντύπωση οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι που φτιάχνονται πια, πλατιοί και με μεγάλες ευθείες. Δεν ήταν έτσι όταν είχε πάει στην Αθήνα τελευταία φορά! Ένιωσε να κουράζονται τα μάτια και ο νους της με τόση ασφαλτόστρωση τριγύρω και τα έκλεισε να ξεκουραστεί. Τα άνοιξε όταν κατάλαβε το λεωφορείο να σταματάει. “Πέντε λεπτά στάση” ανακοίνωσε ο οδηγός. Ήταν στα ΚΤΕΛ κάποιας πόλης, αλλά δεν γνώριζε ποιας, ήξερε πως δεν είχαν φτάσει στην Αθήνα γιατί δεν είχαν πάνω από τρεις ώρες στον δρόμο. Γύρισε να ρωτήσει έναν νεαρό που καθόταν στο μπροστά κάθισμα της απέναντι σειράς, όμως εκείνος φορούσε ηχεία στ’ αυτιά του και ούτε καν την άκουσε. Οι υπόλοιποι επιβάτες ξεκίνησαν να κατεβαίνουν κι αποφάσισε να τους ακολουθήσει. Είχε κοιμηθεί αρκετή ώρα. Σηκώθηκε από το κάθισμα, ένιωσε το κορμί της να πονάει και καταράστηκε τα γερατειά που την έτρωγαν μέρα με την μέρα. Όταν στάθηκε όρθια στον διάδρομο κι έφτασε στο πλατύσκαλο, την προσπέρασε απότομα ο νεαρός με τα ακουστικά και τότε ακούστηκε μια φωνή:
-” Οι νέοι έχουν ξεχάσει την ευγένεια”, ήταν μια γυναίκα γύρω στα 45 που άπλωσε το χέρι της για να την βοηθήσει να κατέβει.
-” Ε το μαύρο, θα ήθελε να κατέβει γρήγορα, που να περιμένει μια γριά που αργεί” τον δικαιολόγησε η κυρία Βασιλική κι η γυναίκα απλά της χαμογέλασε γλυκά!

Αφού ρώτησε τον υπάλληλο που είναι το “μέρος” βιάστηκε να πάει, φοβούμενη μήπως αργήσει και φύγει ο οδηγός χωρίς εκείνη. Έριξε στο πρόσωπό της κρύο νερό να συνέλθει από την επήρεια του ύπνου κι επέστρεψε αμέσως στο λεωφορείο και στην θέση της. Λίγο μετά ξεκίνησαν πάλι το ταξίδι τους. Άνοιξε την μία σακούλα και ξετύλιξε το αλουμινόχαρτο στο οποίο είχε την σπανακόπιτά της. Έφαγε δύο μπουκιές ίσα ίσα να μην πεινάσει, αλλά και να μην ζαλιστεί κιόλας. Ήπιε και νερό που είχε πάρει από το χωριό, από την βρύση της που έφερνε καθαρό φρέσκο νερό από την μεγάλη πηγή του βουνού.

Γύρισε πάλι στο παράθυρό της. Τώρα πια περνούσαν από μικρότερους δρόμους και κατοικημένες περιοχές, οπότε θα μπορούσε να χαζεύει από το παράθυρό της σαν να βλέπει τηλεόραση με πολλές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη. Η παρέα της είναι πια η τηλεόραση, την ανοίγει και την αφήνει να παίζει όλη την ημέρα για να υπάρχει λίγη φασαρία στο σπίτι. Η ησυχία της θυμίζει την μοναξιά της. Μόνο εάν περάσει κανάς μουσαφίρης την κλείνει για να απολαύσει την πραγματική ανθρώπινη παρέα. Πέρασαν μπροστά από ένα σπίτι μοναχικό όπου στο μεγάλο δέντρο της αυλής κρέμονταν μια αυτοσχέδια κούνια, με ένα σανίδι σαν κάθισμα και χοντρό σκοινί. Σαν εκείνη που είχε φτιάξει ο άντρας της όταν τα κορίτσια τους πήγαιναν ακόμη σχολείο και τα απογεύματα μετά το διάβασμα και τις καθιερωμένες δουλειές έβγαιναν κι έπαιζαν αχόρταγα.

Δεν είχε παράπονο από τις κόρες της. Βοηθούσαν στις δουλειές του νοικοκυριού χωρίς να τους ζητήσουν οι γονείς. Τρέχαν μέχρι και να αρμέξουν τα μανάρια, να ταΐσουν τις κότες και να μαζέψουν τα αυγά, να φέρουν από το πηγάδι νερό για να δροσίσουν τα ζωντανά. Και στον κήπο πάλι, ό,τι μπορούσαν να σκαλίσουν και να ξεχορταριάσουν. Ήταν και μελετηρές όμως κι αυτό ήταν το μεγάλο καμάρι του πατέρα τους. Και γι’ αυτό πρόκοψαν δύο τσούπρες μόνες στην Αθήνα! Ακόμη κι από μακριά ό,τι μπορούν κάνουν για την μάνα τους. Εκείνες έκλεισαν το εισιτήριο και κανόνισαν με τον ξάδερφό τους τον Νάσο που μένει στο χωριό, να την πάει μέχρι τα ΚΤΕΛ της Ηγουμενίτσας. Δεν ήταν και κοντά, πάνω από 1 ώρα δρόμος.

Η κούραση την κυρίευσε πάλι. Ήταν ευγνώμων τουλάχιστον που δεν ζαλίστηκε από τις τόσες ώρες στον δρόμο. Είχαν περάσει από την μεγάλη γέφυρα που της είχαν πει τα κορίτσια. Οπότε είχαν ακόμη 2 ώρες σίγουρα, προλάβαινε να κλείσει λίγο τα μάτια της να ξεκουραστεί. Αποκοιμήθηκε αμέσως! Στον ύπνο της είδε το χωριό της. Απόμερο και μικρό, πίσω από τον κόσμο και τον χρόνο όπως έλεγαν κάποιοι επισκέπτες. Την βρύση στα μέσα του χωριού με τα πουρνάρια γύρω της, την εκκλησία του Άι Γιώργη και το κοιμητήριο όπου πολλοί αναπαύονταν, μαζί και ο άντρας της και εκείνη την πλευρά του βουνού που όποτε ανέβαινε με τα ζωντανά της χαίρονταν να αγναντεύει το χωριό της, αλλά και τα διπλανά. Είδε και το σπίτι της κλειστό όπως το άφησε κι έρημο, την περίμενε!

Τότε ξύπνησε με ένα βάρος κι ένα άγχος ότι κάτι είχε ξεχάσει. Τα έφερε όλα στο μυαλό της, που ακόμη δόξα τον Θεό λειτουργεί ρολόι, αλλά δεν βρήκε κάτι που να έχει παραμελήσει. Όλες οι ηλεκτρικές συσκευές ήταν κλειστές, τα παντζούρια κλειστά κι οι πόρτες κλειδωμένες, οι κοτούλες της θα είναι μια χαρά, αφού η γειτόνισσα η κυρά Μάρθα θα πηγαίνει να τις ανοίγει, να τις ταΐζει καλαμπόκι και το απόγευμα να τις κλείνει. Θα κοιτάει και τα φυτά και τον μικρό της μπαξέ. Όλα εντάξει σκέφτηκε!

Συνειδητοποίησε ότι περιτριγυρίζονταν από μεγάλα κτίρια και πολυσύχναστους δρόμους. Είχαν φτάσει στην Αθήνα και όδευαν προς τον σταθμό των ΚΤΕΛ, όπου θα περίμεναν οι δικοί της άνθρωποι. Κινητό δεν είχε κι ούτε μπορούσε να τα μάθει αυτά τα διαόλια. Άλλωστε τι τα ήθελε; Δεν πήγαινε και πουθενά! Και τώρα οι κόρες της ήξεραν την ώρα άφιξής της και θα την περιμένουν εκεί, με το που κατέβει από το λεωφορείο της είπαν. Τα τεράστια, επιβλητικά κτίρια της προκαλούσαν δέος αλλά και φόβο και τα ατελείωτα αυτοκίνητα νευρικότητα. Όλα τόσο κρύα, τόσο άψυχα! Πως να μην γίνει ο κόσμος ψυχρός κι απόμακρος;

Ξαφνικά ένιωσε να της λείπει ήδη το χωριό της, ο τόπος της ο καθαρός κι ήσυχος, με την τόση ομορφιά που η απλότητα του προσφέρει! Ήταν μακριά από την ζωή της, από τις ρίζες της, σε έναν τόπο που δεν είχε τίποτα να της προσφέρει.

Μπήκαν στα ΚΤΕΛ, σταμάτησαν κι άρχισε η αποβίβαση. Σηκώθηκε πιο αργά, όχι μόνο λόγω του κορμιού της που πονούσε από το πολύωρο ταξίδι, αλλά κι από την βαριά ψυχή της που ήταν συνδεδεμένη με το χωριό. Κατέβηκε μετά βίας τις σκάλες και έκανε δύο βήματα. Λίγα μέτρα μπροστά της στέκονταν οι δύο κόρες της βουρκωμένες αλλά με τεράστια χαμόγελα, αυτά τα χαμόγελα που θύμιζαν τις παιδικές φατσούλες τους, από δίπλα οι άντρες τους που ξεκίνησαν αμέσως να την πλησιάζουν για να την βοηθήσουν με τα πράγματα και τα εγγόνια της όλα, με λουλούδια στα χέρια να φωνάζουν “Γιαγιά γιαγιά! Να τη, εκεί! Καλώς ήρθες γιαγιά!” και να τρέχουν στην αγκαλιά της! Πνιγμένη μέσα στις αγκαλιές, γέμισε με τόσο όμορφα συναισθήματα κι ένιωσε τόσο οικεία κι ας μην βρίσκονταν στον τόπο της. Άλλωστε τι έχει πιο πολλή σημασία από τους ανθρώπους μας;

ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Η κεντρική εικόνα είναι από το αρχείο της σελίδας του Άνω Ζαλόγγου Ιωαννίνων.

Αρετή Νασιάκου

2 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *