“ΚΥΚΛΟΣ” ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
21 Απριλίου, 2021
Στον κόσμον ήρθες άνοιξη, αυγινή. Λάμπανε κάμποι, θάλασσα, ουρανοί και φως δεν είδες απ’ την πρώτη μέρα ώς την πιο μαύρη και στερνή σου εσπέρα. Μα ’χες πατρίδα, θεό και βασιλιά. Δεν είχες, (κι όμως έλπιζες!) δουλειά. Σκυμμένος δεν ασήκωνες κεφάλι κι αντάμα σου σκυμμένοι ανάριθμοι άλλοι. Σκοτώσανε στον πόλεμο τα δυο τα παλικάρια σου, όλο σου το βιο. Δεν καταράστης, έρμε (θεός φυλάξοι! τέτοια η βουλή Του κι η Παγκόσμια Τάξη!) Δεν καταράστης κι όταν με στειλιάρι σου σκοτώσαν τη μάνα οι «γιαννιτσάροι». Δε μαρτυρούσε πούθε και με ποιούς επήρες τ’ ακροβούνια κακοποιούς. Επίστευες τα σ’ είχανε διδάξει της Δύναμης και του Μυαλού οι πρωτάξοι. —«Για σένα εμείς θα πάρουμε την Πόλη. Γλυκό για την πατρίδα σου το βόλι! «Κι άμα θε νά ’ρτει βάρβαρος κουρσάρος, γι’ αυτόνε και για σένα θα ’σαι ο Χάρος ..!» Ήρθε! Κι οι Πρώτοι προσκυνήσαν πρώτοι και το λαό χτυπήσαν τον προδότη. Το λαό που τα μαύρα χρόνια εκείνα με τ’ άρματα στο χέρι δεν προσκύνα. Κι έμαθες τότε, αργά, πως οι πρωτάτοι που κάναν τον ταγό και τον προστάτη, δεν είχανε πατρίδα και θεό τους άλλον από τον άρπαγα εαυτό τους. Κι έμαθες τότε, αργά, πως τα παιδιά σου με τα χιλιάδες άλλα και τη γριά σου τους σκοτώσαν αυτοί με ξένο χέρι, για να παραφουσκώσουν το κεμέρι. Και τώρα με σκαμμένα τα πλεμόνια στα ξερονήσια ρεύε, είκοσι χρόνια! Και μάθε τώρα αργά: χειρότερός σου οχτρός δεν είναι από τον ντόπι’ οχτρό σου! Και μάθε, γέρος τώρ’ : απ’ τα τσακάλια δε γλιτώνεις μ’ ευκές ή παρακάλια. |
Προηγούμενο
ΤΩΝ ΔΕΝΤΡΩΝ Ο ΧΟΡΟΣ
νεότερα