“ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ” ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Τα χέρια μου είναι να μαζώνω
τα λουλούδια στον κάμπο ή στο βουνό,
τα χέρια μου είναι για να υψώνω
την προσευχή στον ουρανό.
Τα χέρια μου είναι για να σπέρνουν
το μαύρο στίχο στ’ άσπρο το χαρτί,
τα χέρια μου είναι για να γέρνουν
οι κουρασμένοι απάνω τους καημοί.
Τα χέρια μου είναι για να σκάφτουν
τη νύχτα μυστικά, βαθιά, τη γη
και κάποια σάπια λείψανα να θάφτουν,
που θα ανατρίχιαζες κι αν τα ‘βρισκες, αυγή.
Τα χέρια μου την πέτρα δεν πετάνε,
μήτε που φοβερίζουν, ούτε που τολμάν,
τα χέρια μου δεν είναι να κρατάνε
σπαθί, τουφέκι, και να πολεμάν.
Όμως τα χέρια μου, όταν την Αλήθεια
βλέπω ένα πλάνεμα να την πατά,
ήθελα στην κορφή της και στα στήθια
στεφάνι και σκουτάρι να σταθούν κι αυτά.
Αλήθεια, υπάρχεις! Η Αρετή μ’ εσένα
πάντα καρπόφορη μητέρα και μεστή.
Αλήθεια υπάρχεις! Η Ομορφιά μ’ εσένα
εικόνα ασύντριφτη, στο βράχο σκαλιστή.
Δίχως εσέναν’ η Αρετή μια φουσκαλίδα,
και τη φυσάει το στόμα ενός παιδιού.
Δίχως εσένα κι η Ομορφιά σαν την αχτίδα
του φωτοσύγνεφου στ’ ανέβα του βραδιού.
Α! Κι ας μπορούσα να ‘δινα τα χέρια
στου σταυρωμού τ’ αλύπητα φιλιά,
φτερά να γίνουν, να με παν’ πέρα απ’ τ’ αστέρια
προς της αθάνατης Αλήθειας τη φωλιά!
Μα να! Σκυλιά και φίδια και παλιάτσοι
για των όχλων τα μάτιακαι τ’ αφτιά,
ραγιάδες που πληρώνουνε χαράτσι
στην πόρνη τη σουλτάνα, στην Ψευτιά,
στης χώρας τ’ άθλια τα καταχνιασμένα,
μες στον ακάθαρτο της ρούγας κουρνιαχτό,
μακριά απ’ τα χλωρά τ’ ανθοσπαρμένα,
κι απ΄ό,τι μέγα και τρισανοιχτό,
με βρίσκουν εκεί πόσταιναν καρτέρια
και μου κόβουν τον δρόμο που τραβώ,
και σκληρά τα δειλά μου δένουν χέρια,
και με ξεσκίζει φρένιασμα βουβό.
Τα χέρια μου τ’ ανήμπορα βυζασταρούδια,
τ’ ακριβά χέρια σαν τον θησαυρό,
γλιτώστε τα, για τ’ άνθια και για τα τραγούδια,
ή καρφώστε τα απάνου στο σταυρό!