Παράδοση,  Τόποι, μέρη, χώροι

ΑΝΩ ΖΑΛΟΓΓΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

Η δεξιά στροφή πάνω στο πέταλο, μου φαίνεται μέχρι και σήμερα σαν πύλη, που με μεταφέρει στο καταφύγιό μου, στον αγνό έρωτά μου, όπου όλα κορυφώνονται και αποκτούν άλλη νότα, πλημμυρισμένη από αγάπη.

Οι πρώτες μου αναμνήσεις, ίσως όχι ποικίλες, αναμφίβολα όμως αγαπημένες. Μέσα από το ταξί να παρατηρώ  τα σημεία που καθορίζουν ότι πλησιάζουμε στο χωριό. Μετά την στροφή στο πέταλο ο δρόμος στενεύει και γεμίζει στροφές. Φτάνουμε στο δάσος με τις βελανιδιές και την βρύση στην οποία επιβάλλεται μια στάση για να πιούμε το νερό που έρχεται από την Λαμπανίτσα. Το γήπεδο και το Κάτω Ζάλογγο μένουν πίσω μας γρήγορα. ¨Λίγος ακόμη δρόμος¨ σκέφτομαι. Βλέπουμε τον Άη Θανάση και έπειτα τα πρώτα σπίτια, τις πρώτες φιγούρες συγχωριανών στις αυλές τους ή στον δρόμο. Μερικοί μας φωνάζουν για το καλωσόρισμα κι εμείς βιαζόμαστε να τους απαντήσουμε, πριν τους προσπεράσουμε. Τους πιο πολλούς θα τους δούμε κι αργότερα στο καφενείο ή στην εκκλησία, άλλοι θα περάσουν από το σπίτι των παππούδων κι κάποιους θα τους επισκεφθούμε εμείς.

Φτάνουμε στον δρόμο πάνω από το σπίτι. Μόλις βγω από το ταξί, στήνω το αυτί μου να ακούσω τις γνώριμες φωνές των παππούδων, των θείων, των ξαδέρφων στην μεγάλη αυλή κάτω από την κληματαριά. Κατεβαίνω τα φαρδιά σκαλοπάτια που οδηγούν στην σιδερένια εξώπορτα, μόλις την διαβώ κοιτώ στα δεξιά την συκιά, που κάθε φθινόπωρο αγωνιζόμαστε ποιος θα πρωτοφάει τους γλυκούς καρπούς της και στα αριστερά τα στοιβαγμένα ξύλα που προορίζονται για το τζάκι. Φτάνω τα πέτρινα σκαλιά που ξεκινούν δίπλα από την πρώτη στέρνα που έφτιαξε ο παππούς μου. Όσοι είναι έξω στην αυλή, σηκώνονται από το τραπέζι να μας καλωσορίσουν κι αν είναι χειμώνας και βρέχει, έχουν ανοίξει την πόρτα και μας περιμένουν να μπούμε μέσα και να τρέξουμε στο δωμάτιο των παππούδων όπου όλοι μαζευόμαστε δίπλα στο τζάκι να χαζέψουμε τηλεόραση και να μιλήσουμε. Αγκαλιές, φιλιά, μερικά λείπουν πια, μα είναι χαραγμένα βαθιά στην μνήμη και την καρδιά! Αναμνήσεις που ενίοτε φέρνουν κάποια πικρία, για όσα αποτελούν παρελθόν.

¨Επιτέλους χωριό¨ η σκέψη μου αυτή, παραμένει ίδια από τότε!

Ερημώνει το χωριό μου, όμως δεν σωπαίνει. Στον αέρα ακόμη και σήμερα, ταξιδεύουν, θαρρώ, σαν ψίθυροι, όλα τα λόγια και όλες οι ιστορίες που έχουν ειπωθεί από τους παλαιότερους. Ιστορίες που άκουγα στο καφενείο, στην εκκλησία, ή στο σπίτι. Τι κι αν δεν γνώριζα τα άτομα που αναφέρονταν, τι κι αν δεν βίωσα εγώ τα όσα εξιστορούσαν. Όλα αφομοιώνονταν μέσα μου, σαν να ήμουν εκεί όταν συνέβησαν.

Χτισμένο στην πλαγιά του βουνού. Λίγα σπίτια διάσπαρτα στα πιο χαμηλά σημεία, τα περισσότερα χτισμένα πιο ψηλά, τα διασχίζει ο δρόμος. Το περίοπτο καμπαναριό της εκκλησίας του Αγ.Νικολάου σου τραβάει το βλέμμα και από πάνω ο χώρος του παλιού σχολείου, σε γεμίζει συναισθήματα. Χώρος συγκέντρωσης των παιδιών, όταν ήμαστε μικρά, παιχνίδια και κουβέντες ζωντάνευαν το σημείο, να του θυμίσουν τις εποχές που οι γονείς μας μαθήτευαν εκεί. Τον Σεπτέμβρη έρχεται το πανηγύρι και του προσδίδει λίγη ζωντάνια.

Κάποτε οι διαφορετικές οσμές του κάθε νοικοκυριού, μπερδεύονταν στον αέρα. Τώρα πια τις έχουν αντικαταστήσει άλλες μυρωδιές, της φύσης, αναζωογονητικές. Ελιές, καρυδιές, συκιές, αχλαδιές φυτεμένες στα χωράφια και στις αυλές κάποιων σπιτιών, κήποι που άλλοτε ήταν σκαμμένοι και γεμάτοι με τα ζαρζαβατικά της εποχής, τώρα έχουν φιλοξενήσει κάθε λογής αγριόχορτα και βότανα αγαπημένα. Μέχρι και τις χαρακιές των ξεφτισμένων τοίχων, έχουνε ντύσει, σαν να θέλουν να τους δώσουν ομορφιά, μια αίσθηση ζωής.

Ανεβαίνοντας στο βουνό μέσα από τα μονοπάτια, πουρνάρια και αγριάδες μπορεί να σε γρατζουνίσουν. Όσο πιο ψηλά φτάνεις τόσο απολαμβάνεις την πανοραμική θέα. Μολονότι τριγύρω παντού υψώνονται βουνά, ντυμένα στο πράσινο και το καφέ, δεν νιώθεις να περιορίζεται η ματιά σου. Το χωριό απλώνεται κάτω από τα πόδια σου, μέχρι κάτω στον κάμπο βλέπεις, αλλά το ποταμάκι είναι καλά κρυμμένο μέσα στην βλάστηση.

Σαν πάρεις τον κατήφορο προς την Παναγιά, κρανιές και κουμαριές, ρίγανη, βατόμουρα, κράταιγο και αγριολούλουδα θα συναντήσεις. Η βλάστηση πλούσια κι ανεξέλεγκτη στα πιο πολλά σημεία, τα δέντρα μοιάζουν στοιχειά, που λυγίζουν τα κλαδιά τους λες και θέλουν να φτιάξουν σκεπή για τον διαβάτη. Τα διάφορα τιτιβίσματα ομορφαίνουν την διαδρομή σου από την αρχή. Στην παλιά πετρόκτιστη εκκλησία της Παναγιάς ησυχία κάνεις, μην ενοχλήσεις όσους κοιμούνται..

 Το ένστικτο σε οδηγεί να πάρεις  τον δρόμο για το ποτάμι. Ο ήχος του ακούγεται αβρός όσο πλησιάσεις. Περνάς χωράφια, άλλα καλλιεργημένα και άλλα αφημένα στην τύχη τους, αφού οι ιδιοκτήτες ζούνε μακριά. Περπατάς δίπλα στο ποτάμι, πέτρες στο διάβα σου κι ανάμεσά τους σημεία με άμμο μαλακή και από πάνω σου σηκώνονται τα πλατάνια, που τις ρίζες τους θρέφει το νερό. Κι αν ακόμη προχωρήσεις, θα συναντήσεις βίρες, άλλες μικρές κι άλλες λίγο μεγαλύτερες, διαθέσιμες να σε δροσίσουν, σαν ανταμοιβή για τον περίπατο που έκανες. Εκεί, δίπλα στο τρεχούμενο αστραφτερό νερό, στην απέραντη ησυχία, αναλογίζεσαι τις απλές, μικρές ομορφιές της φύσης και της ζωής, που το Ζάλογγο απλόχερα σου χάρισε!


Αρετή Νασιάκου

3 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *